ῥοπῶν

ῥοπῶν
ῥοπή
turn of the scale
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

  • Κιουρί, Πιέρ και Μαρί — (Pierre Curie, Παρίσι 1859 – 1906· Marie Curie, Βαρσοβία 1867 – Σανσελέμος, Σαβοΐα 1934). Ζευγάρι Γάλλων επιστημόνων, η φήμη των οποίων συνδέθηκε ιδιαίτερα με την ανακάλυψη του ραδίου και τις θεμελιώδεις μελέτες για τη ραδιενέργεια. Ο Πιερ Κ.… …   Dictionary of Greek

  • ανισορροπία — η 1. έλλειψη ισορροπίας, αστάθεια 2. η έλλειψη αρμονίας, η διασάλευση της πνευματικής ισορροπίας ή των ηθικών ροπών ενός ατόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανισόρροπος. Η λ. μαρτυρείται στον κληρικό και διδάσκαλο του Γένους Νικηφόρο Θεοτόκη (1731 1800)] …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • δίπολο — Διάταξη που αποτελείται από δύο φυσικές σημειακές οντότητες, οι οποίες θα αλληλοεξουδετερώνονταν, αν ήταν τοποθετημένες στο ίδιο σημείο. Στο δ. έχουν καθορισμένη απόσταση μεταξύ τους, προφανώς διάφορη της μηδενικής. Το απλούστερο ηλεκτρικό δ.… …   Dictionary of Greek

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοσυγκρασία — Ενδεικτικός όρος ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου σε σχέση με τα συστατικά της δομής του και των οργανικών λειτουργιών του. Η θεωρία των ιατρών φιλοσόφων της αρχαιότητας (όπως ο Ιπποκράτης), η οποία εμπεριείχε πολλά στοιχεία φαντασίας… …   Dictionary of Greek

  • κινητικός — ή, ό (ΑΜ κινητικός, ή, όν) ο ικανός να κινεί κάτι ή να προσδίδει κίνηση σε κάτι (α. «κινητικά νεύρα», Γαλ. β. «τῶν κινητικῶν μορίων», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην κίνηση 2. αυτός που κινείται 3. το θηλ. ως ουσ. η κινητική κλάδος …   Dictionary of Greek

  • μαγνητισμός — Θεμελιώδες κεφάλαιο της φυσικής που αναφέρεται στις μαγνητικές αλληλεπιδράσεις των σωμάτων. Αρχικά μελετήθηκε ως μεμονωμένη περιοχή της φυσικής, αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι οι μαγνητικές δυνάμεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”